- μασέρ
- ο, θηλ. μασέζαισθητικός ειδικευμένος στο μασάζ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. masseur (βλ. λ. μασάζ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρομαλάκτης — ο, Ν αυτός που κάνει χειρομαλάξεις, κν. μασέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μαλάκτης «μασέρ» (< μαλάσσω)] … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
μαλάκτης — ο [μαλάσσω] άτομο που κάνει μαλάξεις, μασέρ … Dictionary of Greek